Τις ΑΠΕ και ειδικότερα τα φωτοβολταϊκά κατονόμασε ως κύριους υπεύθυνους του υψηλού ενεργειακού κόστους που επωμίζονται οι ελληνικές βιομηχανίες ο εκπρόσωπος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας ( ΕΒΙΚΕΝ), Αντώνης Κοντολέων.
Ο κ. Κοντολέων υπογράμμισε ότι οι ελληνικές βιομηχανίες αντιμετωπίζουν τεράστιο ενεργειακό κόστος, 30% έως 40% υψηλότερο από αυτό των ανταγωνιστών τους στην Ευρώπη.
Μάλιστα τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του ευρωπαϊκού στόχου 20-20-20 (20% ΑΠΕ και 20% εξοικονόμηση ενέργειας ως το 2020) υποστηρίζοντας σε ενεργειακό συνέδριο ότι η “άμετρη στήριξη που δέχτηκαν στην Ελλάδα τεχνολογίες ΑΠΕ όπως τα φωτοβολταϊκά, επέφεραν επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής με τελικό αποτέλεσμα την απώλεια ανταγωνιστικότητας από την ελληνική εξαγωγική βιομηχανία”.
«Στην ΕΒΙΚΕΝ φωνάζουμε αλλά εις ώτα μη ακουόντων. Στις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες- στη χαλυβουργία, την τσιμεντοβιομηχανία, τη βιομηχανία χάρτου, λιπάσματα- το κόστος της ενέργειας έφτασε στο 50% του παραγωγικού και έχει προ πολλού υπερβεί το εργατικό. Το κόστος αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει η βιομηχανία, πολύ περισσότερο μάλιστα σε καιρό κρίσης. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε στη χαλυβουργία, με εργοστάσια να κλείνουν και να υπολειτουργούν», δήλωσε στην ιστοσελίδα voria.gr ο κ. Κοντολέων προσθέτοντας:
«Το 2013, τα μόνα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση ωφέλησαν 60 μεγάλες βιομηχανίες μέσης τάσης. Ήταν οι μειώσεις έως 10% στα τιμολόγια της μέσης τάσης και η εξίσωση των ΥΚΩ ( Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας) της μέσης τάσης, με της υψηλής. Μέτρα που είχαν κόστος γύρω στα 13 εκατ. ευρώ, όταν δόθηκαν 120 εκατ. για να στηριχθούν οι μονάδες φυσικού αερίου κι όταν το κόστος μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής ήταν κοντά στα 200 εκατ., συν το κόστος του 1,6 δις. για τις ΑΠΕ».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΒΙΚΕΝ, η παραγωγή από ΑΠΕ αυξάνεται με μέσο κόστος 214 ευρώ τη μεγαβατώρα και μειώνεται η κατά πολύ φθηνότερη λιγνιτική παραγωγή, με συνέπεια την αύξηση του κόστους της χονδρεμπορικής κατά τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα τον εκπρόσωπο της ΕΒΙΚΕΝ, υπό τις σημερινές συνθήκες, η ανάπτυξη των ΑΠΕ θα πρέπει να συνδυαστεί με μονάδες που θα έχουν δυνατότητα αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας όπως είναι τα έργα αντλησιοταμίευσης.
Κατά της περαιτέρω διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης έχουν ταχθεί εκπρόσωποι του βιομηχανικού και ηλεκτροπαραγωγικού κλάδου στην Ευρώπη προκαλώντας τις αντιδράσεις των εκπροσώπων των ΑΠΕ, όπως είναι η EPIA.
—Τι συνέβη με τη διακοψιμότητα
Εντωμεταξύ δεν προχώρησε ποτέ στο μέτρο της “διακοψιμότητας” που σκοπό είχε την ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανικής παραγωγής.
Η απόσυρση του μέτρου που περιλαμβανόταν στο νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ που υπερψηφίστηκε το Οκτώβριο δεν οφείλεται (φυσικά) σε πιέσεις των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά, αλλά εντολή της τρόικας (εξυπακούεται).
Κι αυτό διότι επειδή αντιβαίνει στην Οδηγία 72/2009 και επειδή η κυβέρνηση, για να προχωρήσει στην υλοποίησή του, θα έπρεπε πρώτα να έχει πάρει το “πράσινο φως” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Η “διακοψιμότητα” θα επέτρεπε σε ενεργοβόρες βιομηχανίες να διακόπτουν για συγκεκριμένες περιόδους τη λειτουργία τους, μειώνοντας έτσι τη συνολική ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, με αντάλλαγμα εκπτώσεις στην τιμή του ρεύματος υψηλής τάσης που καταναλώνουν, καθώς θα επιβαρύνουν λιγότερο το σύστημα.
Οι μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες ευελπιστούσαν ότι με το μέτρο της διακοψιμότητας, που σημειωτέον εφαρμόζεται ευρέως στην Ευρώπη, απολάμβαναν από κοινού συνολικές εκπτώσεις της τάξης των 65 εκατ. Ευρώ σε ετήσια βάση.
Τα μεγαλύτερα οφέλη θα αποκόμιζαν οι μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες της υψηλής τάσης, όπως μεταλλουργίες και τσιμεντοβιομηχανίες, καθώς επίσης και μικρότερες που εντάσσονται στη μέση τάση (μεγάλοι καταναλωτές άνω των 13 GWh ετησίως).
econews
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ