15 Ιουλίου 2011, 09:55 | Εμφανίσεις: 3873

Μελέτη ΙΟΒΕ: oι προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα

Περιβάλλον- Ενέργεια- Οικολογία

Σχετικά Άρθρα Περιβαλλοντικές άδειες: νομοσχέδιο ετοιμάζει το ΥΠΕΚΑΙΟΒΕ: ενεργειακές προοπτικές και προκλήσεις το 2050ΑΠΕ: στα 21 δισ. ευρώ οι επενδύσεις την τελευταία τριετίαΕΕ: οι ελληνικές θέσεις στο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας στο ΛουξεμβούργοΦωτοβολταϊκά: ερώτηση στη Βουλή για τις εγγυημένες τιμές Ενέργεια: αύξηση της ζήτησης μέχρι και 40% ως το 2030ΑΠΕ: οι Οικολόγοι φέρνουν το θέμα των εγγυημένων τιμών στο ΕΚΑΠΕ: θα διατηρηθούν οι επιδοτούμενες τιμές λέει η ΜπιρμπίληGreenpeace: ώρα για 100% καθαρή ενέργεια στην ΕυρώπηΦωτοβολταϊκό πάρκο 10 MWp στη Λάρισα Πραγματοποιήθηκε χθες εκδήλωση του ΙΟΒΕ για την παρουσίαση της μελέτης με τίτλο: «Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με ορίζοντα το 2050», που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ενέργειας – Οικονομίας – Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πανεπιστημίου (ΕΜΠ), με την ευγενική χορηγία του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος Α.Ε..

Βασικός ομιλητής ήταν ο Υπουργός Περιβάλλοντος κ. Παπακωνσταντίνου ενώ τα κύρια ευρήματα της μελέτης παρουσίασε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παντελής Κάπρος.

Για τις ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας αλλά και τις μεγάλες προκλήσεις που οφείλει να αντιμετωπίσει η ενεργειακή πολιτική στις σημερινές οικονομικές συνθήκες μίλησαν οι κ.κ. Ιωάννης Δεσύπρης, Πρόεδρος του ΙΕΝΕ και Διευθυντής Ρυθμιστικών Θεμάτων του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος, ο Α. Καλλιτσάντσης, Πρόεδρος του ΕΣΑΗ και Πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Α.Ε. και Ραφαήλ Μωυσής, πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής - Αντιπρόεδρος ΙΟΒΕ.

Το συντονισμό της συζήτησης είχε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας.

Στην παρέμβασή του ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στις προκλήσεις σε επίπεδο στρατηγικής και σχεδιασμού που οφείλει να αντιμετωπίσει ο ενεργειακός τομέας και, εμμέσως, η ελληνική οικονομία, σε μια προοπτική που φθάνει το 2050.

Ο κ. Στουρνάρας επισήμανε ότι «η μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, θα απαιτήσει το δραστικό μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος και την προετοιμασία και συγκρότηση ενός ακόμα πιο φιλόδοξου σχεδίου για την μετά το 2020 περίοδο, με άξονες που σταθερά περιλαμβάνουν την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ΑΠΕ, το φυσικό αέριο, τα έξυπνα δίκτυα και τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών».

Ο Αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Μωυσής στην ομιλία του τόνισε τη σπουδαιότητα του ενεργειακού τομέα για την ανάπτυξη της χώρας και την ανάγκη χάραξης Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής.

Ο καθηγητής του ΕΜΠ, Π. Κάπρος παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης τόνισε ότι «ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας, όπως και της ΕΕ, βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση για να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα πολύ πιο αποδοτικό ενεργειακά και με δραστικά μειωμένες εκπομπές CO2».

Επίσης, επισήμανε ότι «βασικές ενεργειακές επιλογές του παρελθόντος, όπως η διατήρηση του λιγνίτη ως στρατηγικού καυσίμου, τα επίπεδα τιμών ενέργειας που δεν αντανακλούν το κόστος, οι μικρές δαπάνες επένδυσης σε ενεργειακό εξοπλισμό και κτήρια, η κυριαρχία του πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών και το απόλυτα συγκεντρωτικό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, θα πρέπει να αλλάξουν».

Στη συνέχεια σκιαγράφησε τις νέες επιλογές και πρακτικές που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την ενεργειακή στρατηγική.

Αυτές περιλαμβάνουν:

- Την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα, την ανάπτυξη υποδομών και την αξιοποίηση του φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση φορτίου,

- Τιμές που ανακτούν το πλήρες κόστος, καθώς και το κόστος αποφυγής των εκπομπών,

- Υψηλές δαπάνες επένδυσης σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε πιο αποδοτικό ενεργειακό εξοπλισμό (και μικρότερες λειτουργικές δαπάνες),

- Εξηλεκτρισμό των μεταφορών και επέκταση της χρήσης βιοκαυσίμων,

- Ανάπτυξη αποκεντρωμένης ηλεκτροπαραγωγής με έξυπνα δίκτυα και μετρητές.

Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η πρόκληση συνίσταται τελικά στο πώς θα αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε όλους τους τομείς, καθώς εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 200 δισ. Ευρώ επενδύσεων μέχρι το 2050 επιπλέον αυτών του σεναρίου αναφοράς.

Στο πλαίσιο αυτό περιέγραψε τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν προκειμένου να προσελκυστούν νέες επενδύσεις και τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να κατευθυνθούν οι επενδύσεις αυτές.

Στην ομιλία του ο κ. Δεσύπρης αναφέρθηκε στις σοβαρές αδυναμίες του ενεργειακού τομέα που αναφέρονται στη μελέτη:

-Αργή ανάπτυξη των ΑΠΕ και μεγάλη έλλειψη διασυνδετικών δικτύων

-Στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έλλειψη κοστοστρέφειας των τιμών, έλλειψη διμερών συμβάσεων, συνεχής λειτουργία παλαιών ρυπογόνων μονάδων, επιμονή σταυροειδών επιδοτήσεων, χρόνιες αγκυλώσεις .

-Καθυστερήσεις στην ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών έξυπνων δικτύων, βιομάζας και βιοκαυσίμων, μεγάλης κλίμακας μονάδων συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης και αιολικών.

Ο κ. Καλλιτσάντσης στην ομιλία του τόνισε ότι «Υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, οι αλληλοεπιδράσεις της ενεργειακής πολιτικής με το ΑΕΠ, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, με την εξέλιξη του χρέους, με τη δυνατότητα ή την αδυναμία άντλησης κεφαλαίων για τις απαιτούμενες επενδύσεις αποκτά βαρύνουσα σημασία.

Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή της Ελλάδας στις εκπομπές CO2 παγκοσμίως είναι απειροελάχιστη. Με αυτά τα δεδομένα κρίνεται σκόπιμο να εστιάσουμε στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για το 2020 και να τοποθετήσουμε σε νέα βάση τους μετά το 2020 στόχους.

Ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας, δεν μπορεί να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα λαμβάνοντας υπ’ όψη το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το κόστος του χρήματος και τη βέλτιστη αξιοποίηση των υπαρχουσών επενδύσεων».

Βασικά συμπεράσματα

Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης έχουν ως εξής:

-Η τρέχουσα πολιτική, η οποία αποτυπώνεται στο Σενάριο Αναφοράς της μελέτης, επιφέρει σημαντικές αλλαγές μέχρι το 2020, ενισχύοντας τις ΑΠΕ και προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας.

-Το μερίδιο των ΑΠΕ στην Ηλεκτροπαραγωγή πλησιάζει το 40% το 2020, ενώ το μερίδιο του λιγνίτη περιορίζεται στο 1/3 το 2020 και στο 10% το 2040, έναντι 60% το 2005.

-Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές δικτύων και σε υποδομές εξισορρόπησης φορτίου στην ηλεκτροπαραγωγή.

-Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο μέχρι το 2020 σχετικά με τις εκπομπές, η τρέχουσα πολιτική δεν επαρκεί για να οδηγηθεί το σύστημα στο απαιτούμενο επίπεδο χαμηλών εκπομπών μετά το 2020.

-Οι τιμές και το κόστος της ενέργειας αυξάνονται σημαντικά, συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα, κυρίως λόγω των πληρωμών αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών από το ETS αλλά και λόγω του επιπλέον κόστους των αλλαγών.

-Η ηλεκτρική ενέργεια θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη μετάβαση προς οικονομία χαμηλών εκπομπών και πρέπει να απαλλαγεί από εκπομπές ώστε να υποκαταστήσει ορυκτά καύσιμα σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας.

-Η μέγιστη δυνατή ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι τεχνικά εφικτή, και μάλιστα με συμμετοχή στοχαστικών ΑΠΕ άνω του 60%. Θα απαιτηθούν συστήματα αποθήκευσης και μονάδες επικουρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για πρωτοφανή τεχνική πρόκληση που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.

-Η ηλεκτροπαραγωγή χωρίς εκπομπές αλλά με ελεγχόμενη λειτουργία και παραγωγή φορτίου βάσης θα είναι ευεργετική για το σύστημα, για το κόστος, για την ενεργοβόρο βιομηχανία αλλά και για τις εξηλεκτρισμένες μεταφορές.

-Η τεχνολογία CCS παρέχει τα οφέλη αυτά και επιτρέπει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λιγνιτών, εφόσον όμως λυθεί το πρόβλημα της γεωλογικής αποθήκευσης (ή εξαγωγής σε άλλες χώρες) του CO2. Η τεχνολογία CCS πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με προοπτική εφαρμογών μετά το 2025.

-Η πυρηνική τεχνολογία θα είναι ιδιαίτερα ακριβή για τα ελληνικά δεδομένα, η τυχόν ανάπτυξή της προσδιορίζεται για την περίοδο μετά το 2030 και τα οφέλη είναι πολύ μικρά, τόσο για το κόστος όσο και για τη μείωση των εκπομπών.

-Η πορεία προς μεγιστοποίηση της ανάπτυξης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι επομένως ενδεδειγμένη. Εάν η τεχνολογία CCS επιτύχει, τότε το μελλοντικό σύστημα κυρίως με ΑΠΕ και συνεισφορά του CCS είναι απολύτως βέλτιστο.

-Το φυσικό αέριο είναι το στρατηγικό καύσιμο της μεσοχρόνιας προοπτικής για την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί εξισορροπεί την παραγωγή από ΑΠΕ και έχει χαμηλές εκπομπές ανά παραγόμενη kWh.

-Η αγορά φυσικού αερίου πρέπει να διασφαλίσει απρόσκοπτη παροχή σε ανταγωνιστικές τιμές καθώς και ευελιξία. Η ανάπτυξη μέσω σταθμών υγροποιημένου αερίου προσφέρεται για το σκοπό αυτό.

-Η ανάλυση κατέδειξε ότι η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα χρειασθεί μεγάλης έκτασης επενδύσεις σε όλους τους τομείς της ζήτησης ενέργειας, στην ηλεκτροπαραγωγή και στις δικτυακές υποδομές.

-Παρά τη μείωση του λειτουργικού κόστους, οι δαπάνες εκ μέρους των καταναλωτών για τις ενεργειακές υπηρεσίες θα αυξηθούν εφόσον η εξυπηρέτηση κεφαλαίου συνυπολογισθεί στο κόστος. Επιπλέον οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθούν σημαντικά από τα σημερινά επίπεδα, κυρίως μέχρι το 2020 στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού ETS αλλά και μακροχρόνια με βραδύτερους ρυθμούς.

-Το επιπλέον κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών αντιστοιχεί σε δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που σε σημαντικό ποσοστό θα παράγονται εγχωρίως και έτσι θα αποτελέσουν παράγοντα ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία νέας ανάπτυξης.

-Δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες (και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις) τη δυνατότητα πληρωμών για κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότερη ενέργεια. Ο κίνδυνος «ενεργειακής φτώχειας» θα είναι πιο αυξημένος στο πλαίσιο της πορείας προς την οικονομία χαμηλών εκπομπών.

-Είναι επομένως αναγκαίο να εφαρμοσθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανισμοί καθολικής υπηρεσίας και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και ενισχύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

 

Πηγή ΙΟΒΕ

econews

Popularity: 3% [?]

Το www.econews.gr υποστηρίζει το διάλογο μεταξύ των αναγνωστών. Εγγραφείτε στην ιστοσελίδα και καταθέστε την άποψή σας κάτω από το άρθρο στο box "Σχολιάστε".

1 Αξιολογήστε το άρθρο

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ



ΚαλλιστώWWFGreenpeaceMEDASSETΑρκτούροςΑΡΧΕΛΩΝΜεσόγειος SOS